Τα πιο ερωτευμένα μάτια


Δεν θα είχα πάει! Ειλικρινά δεν θα είχα πάει αν δεν με είχε πρήξει η μάνα μου!

Το στομάχι μου πονούσε πολύ καιρό πριν απευθυνθώ σε γιατρό. Πήγα σε κάποιον ιδιώτη κάποια στιγμή, αλλά μου συνέστησε κάποιες εξετάσεις που αδυνατούσα να πληρώσω, μιας και στη δουλειά μου εργαζόμουν μαύρα και δεν είχα ασφάλιση.

Να λείψω απ’ τη δουλειά δεν γινόταν, γιατί ως η μοναδική υπάλληλος, δεν μπορούσα να λείψω, αφήνοντας την αφεντικίνα μου στη θέση μου. Δεν προλάβαινε να εξυπηρετήσει. Εξάλλου πώς να δώσει την τυρόπιτα με φρεσκοβαμμένο νύχι; Να χαλάσει το μανικιούρ και να έχουμε δράματα;

Με τούτα και με κείνα, πέρασε ο καιρός κι εγώ έκανα υπομονή με το στομάχι και με τη γκρίνια της μάνας μου, μέχρι που μια μέρα (για την ακρίβεια ήταν νύχτα), ο πόνος ήταν τόσο έντονος που με πήγαν σηκωτή. Επιστράτευσε η μάνα μου τον πατέρα μου και τον αδερφό μου (πού να με σηκώσει μοναχή της; Τα είχα και τα κιλάκια μου για να είμαι ειλικρινής) και με πήγαν στο εφημερεύον.

Δεν θα μιλήσω για τις ατελείωτες ώρες αναμονής και την ταλαιπωρία, (αυτά σε άλλο κείμενο), θα πω απλά πως μου έκαναν εισαγωγή. Με έβαλαν σ’ έναν θάλαμο με 8 κρεβάτια, όλα γεμάτα φυσικά. Το πρώτο βράδυ δεν έδωσα και ιδιαίτερη σημασία στους γύρω μου, εξάλλου οι περισσότεροι ροχάλιζαν όταν μπήκα. Περιορίστηκα στο να ασχολούμαι (και να γκρινιάζω) με την βρωμιά και τη μυρωδιά του χώρου, τις ελλιπείς συνθήκες υγιεινής και την αγένεια κάποιων νοσοκόμων και γιατρών.

Advertisement

Την επομένη το πρωί, με σήκωσαν πουρνό πουρνό για να πάω για εξετάσεις. Όταν γύρισα στο θάλαμο, κόντευε να μεσημεριάσει. Οι περισσότεροι κοιμόντουσαν. Μόνο μια γριούλα, που ξάπλωνε δίπλα μου ήταν ξύπνια. Μου χαμογέλασε και ανταπέδωσα. Λίγα λεπτά αργότερα, με ρώτησε πως με λένε και πιάσαμε την κουβέντα. Η αλήθεια είναι πως δεν είχα πολύ διάθεση για γνωριμίες και συζητήσεις, αλλά φύσει ευγενική, της απαντούσα σε ότι με ρωτούσε. Ήταν πολύ γλυκομίλητη και χαμογελαστή και κάποια στιγμή, άρχισε να μου μιλάει για τη ζωή της. Να μου διηγείται την ιστορία της.

Γεννήθηκε κάπου στο 1922, λίγο μετά τη μικρασιατική καταστροφή, από γονείς πρόσφυγες. Η μαμά της ήταν έγκυος, όταν έφυγαν με τον πατέρα της για να σωθούν. Τα παιδικά της χρόνια ήταν γεμάτα πείνα, αλλά ήταν αγνά κι αθώα. Φτάνοντας στα 15 της, οι γονείς της την πάντρεψαν μ’ έναν νεαρό της ηλικίας της και έφτιαξε το δικό της σπιτικό. Νέα παιδιά και οι δυο, αλλά είχαν θέληση για ζωή και δημιουργία. Δούλευαν μαζί νυχθημερόν στα χωράφια, αλλά ποτέ κανείς απ’ τους δυο τους δεν παραπονέθηκε. Με τον καιρό αγαπήθηκαν. Πολύ.

Μετά ήρθε ο πόλεμος και της στέρησε τον Γιάννο της για χρόνια. Μου είπε για τα βράδια που έκλαιγε γοερά, γιατί πίστευε πως δεν θα τον ξαναέβλεπε. Γύρισε όμως ο Γιάννος της κι η χαρά της δεν περιγραφόταν. Γύρισε κι ήταν γερός, αντίθετα με πολλούς άλλους απ’ το χωριό τους, που χάθηκαν τότε.

Advertisement

Όταν τα δύσκολα χρόνια άρχισαν να περνάνε, η Λευτερία, όπως ήταν το όνομά της, με τον άντρα της τον Γιάννη, κατάφεραν κι έχτισαν ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού. Ήταν το όνειρό τους! Να καταφέρουν να βάλουν ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους! Με τα χέρια τους κουβαλούσαν τα υλικά κι η Λευτερία, στιγμή δεν παραπονέθηκε για το βάρος και την κούραση. Αλλά κι ο Γιάννος της, θεριό σωστό! Ώρες ολόκληρες κουβαλούσε κι έχτιζε, χωρίς να βαρυγκωμά.

Τρεις φορές έμεινε έγκυος η Λευτερία. Τρεις φορές και τις δύο πρώτες, έχασε τα μωρά πριν προλάβει να τα γεννήσει. Την τρίτη, «την φαρμακερή», όπως την είπε η μαμή, γέννησε ένα μωρό νεκρό. Το αγοράκι που έβγαλε απ’ τα σπλάχνα της, δεν ανέπνεε, δεν σάλευε. Δεν την άφησαν να το δει. Το πήρε ο Γιάννος της όπως όπως και κάπου πήγε και το έθαψε. Δεν ήθελε να την ταράξει κι άλλο. Όταν της είπαν ότι είναι νεκρό, έκαναν αμάν να την συνεφέρουν.

Εκείνη ήταν και η τελευταία φορά που η κυρά Λευτερία είδε την κοιλιά της να φουσκώνει. «Δεν θα μου πεθάνεις εσύ, για να κάνουμε παιδί! Μια χαρά είμαστε οι δυο μας!» της έλεγε ο Γιάννος της για να την παρηγορήσει, γιατί η Λευτερία έκλαιγε, όλο έκλαιγε που δεν θα κατάφερνε να του χαρίσει ένα παιδί, που ήξερε πόσο πολύ το ήθελε. «Ας είναι. Χαρήκαμε τα ανίψια μας και βαφτίσαμε και δυο μικρά και τα είχαμε σαν δικά μας παιδιά!» μου είπε χαμογελώντας γλυκά.

Ήταν τόσο όμορφος ο τρόπος που μου τα περιέγραφε όλα, ήταν τόσο τρυφερή και γεμάτη αγάπη η φωνή της, που ένιωσα σαν να με είχε πάρει μαζί της. Σαν να με είχε κάνει μέρος της ιστορίας που έζησε και να βίωνα κι εγώ μαζί της τον φόβο, τον πόνο, τις στερήσεις. Αλλά και την αγάπη! Αυτή την αγάπη, που η γυναίκα αυτή είχε γνωρίσει στον υπέρτατο βαθμό απ’ τον Γιάννο της. Μέλωνε θαρρείς η φωνή της όταν έλεγε το όνομά του, γαλήνευε το βλέμμα της.

Στις 6 το απόγευμα ήταν η ώρα του επισκεπτηρίου και την ώρα που ο θάλαμός μας ήταν γεμάτος κόσμο κι εγώ (ως συνήθως) γκρίνιαζα στη μάνα μου, για το ότι δεν μου έφερε το φορτιστή μου και για το ότι το βιβλίο που μου είχε φέρει να περνάω την ώρα μου, το είχα διαβάσει, άκουσα ένα παράξενο θόρυβο στην πόρτα. Γυρνώντας το βλέμμα μου, είδα έναν ηλικιωμένο κύριο να περπατάει υποβασταζόμενος από έναν επίσης ηλικιωμένο, αλλά αρκετά μικρότερό του άντρα. Γύρισα τα μάτια μου ενστικτωδώς στην κυρά Λευτερία, που από ώρα προσπαθούσε να στρώσει την λουλουδάτη νυχτικιά της και να ισιώσει όπως όπως τα κατάλευκα μαλλιά της. Μόλις τον είδε αναθάρρησε. Σαν κοριτσάκι που βλέπει μπροστά του, αυτόν που είναι ερωτευμένη. Θα ορκιζόμουν πως είδα τα μάγουλά της να κοκκινίζουν!

Έκανε ώρα να φτάσει ο κυρ Γιάννης στο κρεβάτι της κι άλλη τόση ώρα για να βολευτεί στην καρέκλα δίπλα της. Τον βοήθησε κι ο άλλος κύριος, που ήταν ανιψιός του. «Θα σας αφήσω λίγο μόνους…» είπε και βγήκε απ’ το θάλαμο.

Έβλεπα τα γερασμένα μάτια τους να κοιτιούνται κι ήταν σαν να έβλεπα στ’ αλήθεια δυο δεκαπεντάχρονα παιδιά, που ζουν τον πρώτο τους έρωτα. Η μάνα μου, στεκόταν δίπλα μου και κάτι μου έλεγε (ως συνήθως) κι εγώ κοιτούσα σαν υπνωτισμένη, αυτά τα δυο «παιδιά» να κοιτιούνται σαν να γνωρίστηκαν χτες. «Να πας να ξεκουραστείς!» τον μάλωνε εκείνη κι εκείνος κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά και της χαμογελούσε. Μου κοβόταν η αναπνοή από συγκίνηση. Είχα δακρύσει και κρατούσα το βλέμμα μου κολλημένο πάνω τους. Σαν να έσκασε η φούσκα ευτυχίας που είχα μπροστά μου, όταν εμφανίστηκε ο αδερφός μου και μου έριξε μια φάπα για το «Καλώς σε βρήκα!». (Για τον αδερφό μου θα μιλήσουμε σε άλλο κείμενο).

Ο κυρ Γιάννης, αποφάσισε στα σχεδόν 100 του χρόνια, να περάσει εκείνο το βράδυ δίπλα στην αγαπημένη του. Η κυρά Λευτερία νοσηλευόταν ήδη σχεδόν ένα μήνα και του είχε λείψει. Τον μάλωσε πολλές φορές κι αυτή κι ο ανιψιός τους κι οι νοσοκόμες, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα.

Κάτι με ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Όνειρο; Προαίσθημα; Δεν ξέρω. Κοίταξα το ρολόι μου. Κόντευε 2 τα ξημερώματα. Κοίταξα δίπλα μου και τότε τους είδα. Εκείνη ξαπλωμένη κι εκείνος με το κεφάλι του στην κοιλιά της, να της κρατάει το χέρι. Κάτι με έκανε να σηκωθώ και να πλησιάσω, για να επιβεβαιώσω αυτό που είχα φοβηθεί. Είχαν φύγει. Και οι δύο. Μαζί. Μαζί, όπως ακριβώς είχαν ζήσει τα τελευταία σχεδόν 80 χρόνια…

Έχουν περάσει χρόνια από τότε κι όσο κι αν ακόμη αυτή η εικόνα με στοιχειώνει, πιστεύω πως πραγματικά, τα μάτια τους, ήταν τα πιο ερωτευμένα μάτια που έχω δει στη ζωή μου.

Της Κικής Γιοβανοπούλου

πηγή: gynaikaeimai.com

Related Posts