Εκείνη η γυναίκα που ήξερε να περιμένει…

Αξιοπρεπής αναμφίβολα στη συμπεριφορά της. Το χέρι της μονίμως απλωμένο και η καρδιά της “μπουμπούκι”, έλεγαν οι φίλοι της.

Δεν έκανε κακό, δε το αποζητούσε για κανέναν και δε θυμόταν τον πόνο που της προκαλούσαν. Τον ξεχνούσε με μιας καθώς έσπευδε να τους συγχωρήσει και να δικαιολογήσει τις πράξεις του. Ήταν σίγουρη πως υπήρχε Θεία Δίκη στον κόσμο αυτό και την περίμενε.

Ένα πλάσμα ήσυχο και μία από εκείνες τις κοπέλες που λες πως είναι μειοψηφία πλέον.

Advertisement

Τέτοια άκουγε αλλά δεν την ευχαριστούσαν τα λόγια τούτα. Της προσέφεραν αμηχανία και απογοήτευση συνάμα. Και εκείνη την απορία που είχε να κάνει με τη μοναξιά της.

Αφού είχε όλα εκείνα τα καλά, τότε γιατί της στερούνταν αυτό που θα της χάριζε λίγες ακόμη στιγμές ευτυχίας.

Γεμάτη από αγάπη από όλον τον περίγυρο της, δεν το αμφισβητούσε. Τυχερή ήταν με τους ανθρώπους που είχε επιλέξει να την περιβάλουν.

Advertisement

Είχε τα κομμάτια που χρειαζόταν στη ζωή της, κι ας θεωρούσε τον εαυτό της ατελή. 

Ναι, μια ατελής δημιουργία έλεγε πως ήταν. Το έλεγε και το ξαναέλεγε γιατί δεν είχε βρει ακόμη το τελευταίο κομμάτι. Κι έκανε πολλές προσπάθειες, απέκτησε πολλές τύψεις και πολλούς εφιάλτες να την αφήνουν ξάγρυπνη. Όλα για εκείνη τη ριμάδα την τρυφερότητα. Όλα για εκείνη την μεγάλη ανάγκη που είχε μέσα της. Αυτή την ανάγκη που δε μαρτυρούσε και τη φανέρωνε ως κενό. Που το κάλυπτε με λάθη και δημιουργούσε όλα τα παραπάνω. Ανάθεμά τη, έλεγε, κάθε φορά που λύγιζε. Γιατί κι εκείνη λύγιζε. Το δικαίωμα αυτό δε της το στέρησε κανείς.

Και αδημονούσε να έρθει μια μέρα που θα γυρίσει στο κρεβάτι και θα χαμογελάει. Αδημονούσε τόσο που όταν ήρθε φοβήθηκε. Δεν τρόμαξε πως θα φύγει ξανά αλλά από τον εαυτό της. Κι αν έκανε πάλι τα ίδια λάθη;

Ξημέρωσε για εκείνη το πρωινό για το οποίο καιρό τώρα μιλούσε. Ένιωθε πως ίσως κάτι μέσα της να ολοκληρώθηκε. Ελπίδα, το έλεγαν, εκείνο το κομμάτι που είχε χάσει και για πρώτη φορά μετά από καιρό το έβαλε στο μυαλό της. Πίστεψε αλλά δεν έχασε τον έλεγχο. Άφησε πίσω κάθε κακό που την είχε σημαδέψει. Αναίρεσε κάθε εξουσία από εκείνους που την κυβερνούσαν τόσο καιρό. Έκανε τώρα τον εαυτό της αρχηγό της αφεντιάς της. Κι ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει από καιρό, μα κάλλιο αργά παρά ποτέ.

Την τρυφερότητα που αναζητούσε την βρήκε από εκεί που δε το φανταζόταν. Κι ήρθε τόσο αβίαστα. Δεν την παρακάλεσε, δεν την ζήτησε και ούτε καν μολόγησε την ανάγκη που την είχε. Απίστευτο, έλεγε, πως υπάρχει και αυτή η πλευρά των ανθρώπων. Και τώρα χαμογελάει.

Και αυτή τη φορά δε το χρωστάει σε κανέναν..

Ίσως μόνο σε εκείνη. Στην Σ. που της είπε να περιμένει…

Της Έφης Μπαμπούρη

ΠΗΓΗ: www.anapnoes.gr

Related Posts